σχιστότητα

σχιστότητα
η, Ν [σχιστός]
1. η ιδιότητα ενός αντικειμένου να σχίζεται
2. (πετρογρ.) η ιδιότητα ορισμένων μεταμορφωμένων πετρωμάτων να εμφανίζουν φυλλοποίηση, δηλαδή επαναλαμβανόμενη λεπίωση, ως συνέπεια τής παράλληλης διάταξης τών πλακωδών και σανιδόμορφων ορυκτών συστατικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σχιστότητα — η το να μπορεί κάτι να σχίζεται σε τμήματα μικρού πάχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχιστόλιθος — Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. * * * ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι (πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα… …   Dictionary of Greek

  • γνεύσιοι — Σχιστώδη μεταμορφωμένα πετρώματα, με ορυκτολογική σύσταση ανάλογη με αυτή των γραφιτών. Προέρχονται από τη μεταμόρφωση είτε πυριγενών πετρωμάτων (ορθογνεύσιοι) είτε ιζηματογενών (παραγνεύσιοι), που είναι όμοιοι και των οποίων η προέλευση… …   Dictionary of Greek

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

  • κερατίτες — οι (πετρογρ.) συμπαγή μεταμορφωμένα πετρώματα χωρίς σχιστότητα, που σχηματίζονται κατά τη μεταμόρφωση επαφής τών σχιστολίθων ή άλλων λεπτόκοκκων κλαστικών ιζηματογενών πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ίτες, πληθ. τής ίτης. Απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • φυλλάριο — το / φυλλάριον, ΝΜΑ μικρό φύλλο, φυλλαράκι νεοελλ. 1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών 2. (ορυκτ. πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να… …   Dictionary of Greek

  • φυλλίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. (πετρογρ.) λεπτοκοκκώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα, που σχηματίζεται από την ανασύσταση λεπτόκοκκων μητρικών ιζηματογενών πετρωμάτων και παρουσιάζει χαρακτηριστική σχιστότητα, τάση για διαχωρισμό σε φυλλάρια ή πλάκες 2. βοτ. καθένα… …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”